καταπρακτικός

καταπρακτικός
καταπρακτικός, -ή, -όν (Α)
1. ικανός στο να εκτελέσει κάτι, αυτός που βάζει σε εφαρμογή κάτι
2. το ουδ. ως ουσ. πάπ. τὸ καταπρακτικόν
επωδή, ξόρκι που λεγόταν για σίγουρη εκπλήρωση ενός πόθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -πρακτικός (< πρακτικός «δραστήριος στην εκτέλεση»), πρβλ. δια-πρακτικός, συμ-πρακτικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταπρακτικόν — καταπρακτικός fitted for accomplishing masc acc sg καταπρακτικός fitted for accomplishing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπρακτικούς — καταπρακτικός fitted for accomplishing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπρακτικῷ — καταπρακτικός fitted for accomplishing masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”